- πρόσθημα
- πρόσθημαneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσθημα — το, ΝΑ, και πρόσθεμα Α [προστίθημι] ό,τι προστίθεται σε κάτι άλλο, προσθήκη νεοελλ. 1. (οικον.) φύλλο που προστίθεται σε συναλλαγματικές, γραμμάτια, επιταγές και άλλους τίτλους, όταν το αρχικό φύλλο δεν επαρκεί για τις οπισθογραφήσεις 2. γραμμ.… … Dictionary of Greek
προσθήματα — πρόσθημα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθήματι — πρόσθημα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθήματ' — προσθήματα , πρόσθημα neut nom/voc/acc pl προσθήματι , πρόσθημα neut dat sg προσθήματε , πρόσθημα neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπενύλιο — το, Ν χημ. μονοσθενής ακόρεστη οργανική ρίζα, ισομερής προς το αλλύλιο, τής οποίας η παρουσία στο μόριο μιας οργανικής ένωσης δηλώνεται με το αντίστοιχο πρόσθημα, λ.χ. προπελαγουαϊακόλη … Dictionary of Greek
πρόσθεμα — τὸ, Α βλ. πρόσθημα … Dictionary of Greek